- οστρακοκονία
- ὀστρακοκονία, ἡ (Μ)1. είδος ασβεστοκονιάματος αναμεμιγμένου με τριμμένα κεραμίδια και μικρές πέτρες, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για επίστρωση δαπέδου2. έδαφος ή δάπεδο στρωμένο με αυτό το ασβεστοκονίαμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κονία «άσβεστος».
Dictionary of Greek. 2013.